Στο μέλλον (ίσως όχι και τόσο μακρινό) κάποια στιγμή, θα σε βάζουν σε κρυογονικό θάλαμο,…
Ο Στράους, η έρημος και τα τζελάκια
Βιέννη. Μία αρχοντική πόλη στις όχθες του Δούναβη. Αν ήταν άνθρωπος θα ήταν κάποια μεγαλοαστή κυρία προχωρημένης ηλικίας με επιτηδευμένα καλούς τρόπους, καλοδιατηρημένη ομορφιά και έντονα σνομπ συμπεριφορά.
Όχι, δεν αποφάσισα να γράψω τουριστικό οδηγό για τη Βιέννη, μην ξεγελιέστε. Την εμπειρία ενός (ακόμα) Μαραθωνίου έπιασα να πω. Ένα ιδανικό μέρος για τρέξιμο. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο Κιπτσόγκε έκανε εκεί το ρεκόρ μαραθώνιας διαδρομής σε κάτω από δυο ώρες.
Πρώτα ήταν ο πρώτος αγώνας στο εξωτερικό που έτρεξα παρέα με τη γυναίκα μου και με καλούς φίλους και συντρέχτες, τον Θωμά, τον Δημήτρη, τη Σοφία. Αλλά, πιο σημαντικό, που έτρεξα με την Κάρολ την προπονήτριά μου και φωνή της συνείδησής μου. Σε αυτό τον τελευταίο ρόλο της δεν την άφησα χωρίς δουλειά.
Προσπάθησα – αλήθεια λέω – να τα κάνω όλα καλά. Ταξίδεψα εγκαίρως πριν τον αγώνα. Τήρησα ευλαβικά για όλη την εβδομάδα αυτή την ανεκδιήγητη δίαιτα του μαραθωνοδρόμου, που πρέπει να είναι το χειρότερο κομμάτι όλης της διαδικασίας. Την ημέρα πριν τον αγώνα δεν κουνήθηκα – έκατσα ξενοδοχείο, σαν τον βάτραχο στο νερόλακκο, τρώγοντας (όχι μύγες, ζυμαρικά). Κατάφερα, παρόλα αυτά να βρω να κάνω ένα καινούριο λάθος. Δεν πήρα στο ταξίδι μαζί μου, τζελάκια υδατάνθρακα. Γιατί; Γιατί, δεν ξέρω. Δικαιολογίες (καλές): Μα φυσικά γιατί σκέφτηκα ότι μπορώ να βρω σε ολόκληρη Βιέννη τζελάκια -γιατί δεν ήθελα να μπω σε διαδικασία στο αεροδρόμιο με τους περιορισμούς των υγρών.
Στην ΕΧΡΟ
Η περιβόητη EXPO του μαραθωνίου περιλάμβανε τρία(;) περίπτερα, πλην αυτών όπου παίρνεις τις συμμετοχές. Και φυσικά όχι περίπτερα με διατροφικά συμπληρώματα. Είχε όμως περίπτερο (το ένα από τα τρία) για διαδρόμους και στατικά ποδήλατα, σε περίπτωση που ήθελες να πάρεις ένα πριν το μαραθώνιο. (Θα έπαιρνα, να πω την αλήθεια μου, αλλά φοβήθηκα μην μου βγάλουν υπέρβαρη τη χειραποσκευή στο γυρισμό).
Έτσι λοιπόν βγήκα στη γύρα – στην ελεύθερη αγορά – να βρω τζελάκια. Και φυσικά φούρκισα την Κάρολ. Η οποία, ωστόσο, απέφυγε να με βρίσει (ίσως γιατί δεν ήθελε να συγχυστεί πριν τον δικό της αγώνα, ίσως δεν το επιτρέπει η ανατροφή της, ίσως επειδή έχει συνηθίσει και τα έχει δει όλα με εμένα). Μου έστειλε μόνο κάτι θυμωμένα ιμότζι – χαριτωμένα (Η αγκαλιά μετά τον τερματισμό πρέπει να τα έσβησε, βέβαια).
Ύστερα από βόλτα σε τρία διαφορετικά μαγαζιά εξειδικευμένα για τρέξιμο, βρήκα τελικά μια άγνωστη (;) μάρκα τζελάκια σε μαγαζί που πουλούσε εξοπλισμό ποδηλάτων. Πολύ φυσικό! Έτσι έλυσα το πρόβλημά μου αλλά έκανα και ένα ωραίο (ευτυχώς επιτυχημένο) πείραμα – να τα δοκιμάσω σε επίσημη πρώτη στον αγώνα.
Κάπως έτσι φτάνουμε στο κυρίως πιάτο. Στον Μαραθώνιο αναφέρομαι (όχι σε σνίτσελ). Η αφετηρία ήταν σε μια νησίδα στον (όχι τόσο) γαλάζιο Δούναβη, ένα πολύ ωραίο μέρος. Μόνο πρόβλημα ότι οι τουαλέτες ήταν δυσανάλογα λίγες της ζήτησης και έπρεπε να έχεις υπομονή (και τύχη μην χάσεις την εκκίνηση). Η εκκίνηση πανηγυρική και ενδιαφέρουσα πάνω από τη γέφυρα.
Μια επίπεδη διαδρομή υπέροχης αισθητικής, όπου τρέχεις δίπλα στο ποτάμι, σε καταπράσινα πάρκα, απλωμένες λεωφόρους και πλατείες και που περνά από όλα τα αξιοθέατα της Βιέννης. Καλά στημένη, με ωραία ατμόσφαιρα. Περιλάμβανε πλήθος ενθουσιωδών θεατών, μπάντες με κρουστά, μεγάφωνα με εμψυχωτική ντίσκο μουσική από βιντεοταινία ‘80ς, μαζορέτες και βλοσυρούς αστυνομικούς. Βάσει παρουσιαστικού (οι αστυνομικοί, όχι οι μαζορέτες) ογδόντα χρόνια πριν μπορεί να περιφρουρούσαν άλλα πράγματα. Εντάξει, για να μην τους αδικώ, ίσως να μην χαίρονταν Κυριακάτικα να στέκονται εκεί (όλοι οι υπόλοιποι ήταν με τη θέλησή τους).
Στον αγώνα, τώρα.
Δυο αξιοσημείωτα είχε ο αγώνας. Όποιος ήθελε νερό μπορούσε να κάνει ένα τονωτικό ντουζάκι στους καταιονιστήρες και τις βρύσες που είχε διάσπαρτα στη διαδρομή. Εάν είχε την παράδοξη επιθυμία να πιει κιόλας, εκεί τα πράγματα ζόριζαν. Υπήρχαν κάτι ποτηράκια που περιείχαν ποσότητες νερού συγκρίσιμες με αυτές που έχουν για ξέπλυμα στόματος σε οδοντιατρείο. Με απλά λόγια “τι; θες και νερό όταν τρέχεις;”. Ευτυχώς και ο Γιώργος (άλλος φίλος και συντρέχτης) μου είχε σκάσει προ ημερών σε προπόνηση την ιδέα του Μοχίτο. Όχι να πίνεις κοκτέιλ στον αγώνα, αλλά κομμένο καλαμάκι που βυθίζεις στο ποτήρι και πίνεις χωρίς απώλειες χρόνου και ύδατος. Έτσι δεν άφησα μπούκωμα για μπούκωμα οδοντιάτρου ανεκμετάλλευτό. Έτσι επιβίωσα τη Βιεννέζικη έρημο χωρίς σοβαρή αφυδάτωση.
Το δεύτερο, και σημαντικό για την ψυχολογία του δρομέα, είναι το πάρκο που έχει το ατελείωτο. Το επονομαζόμενο Πράτερ. Εκεί που ο Κιπτσόγκε έτρεχε για κάτι λιγότερο από δύο ώρες για να σπάσει το ρεκόρ. Είχες όμως θεματάκι, εάν έχεις κάπως χειρότερες επιδόσεις από τον Κιπτσόγκε, ακόμα και αν σου αρέσει το τρέξιμο στο πάρκο (φυσιολογικό – μακάρι να είχαμε και εδώ τέτοια δυνατότητα). Το πρόβλημα είναι ότι κάποια στιγμή και αφού είσαι και σε προχωρημένα χιλιόμετρα (γύρω και μετά το τριάντα) άρχιζες να έχεις μια αίσθηση ότι τρέχεις αλλά δεν προχωράς. Το απαράλλαχτα ίδιο τοπίο και εσύ πήγαινες και συνέχιζες να πηγαίνεις (και αναρωτιόσουν), ενώ παράλληλα κάποιοι προπορευόμενοι γύριζαν απέναντι. Μοιραία σκέφτεσαι ότι έχεις κάπου να πας αλλά δεν φτάνεις και έχεις να γυρίσεις και από πάνω.
Εν κατακλείδι
Άφησα την κατακλείδα (το κλου, που λένε στα μέρη μου) για το τέλος. Το μετάλλιο. Εάν θέλετε να στολίσετε κορυφή Χριστουγεννιάτικου δέντρου με χρυσό αστεράκι που φέρει και γηγενές κρύσταλλο Ζβαρόφσκι, συγχαρητήρια. Μην ψάξετε αλλού. Διαλέξατε τον κατάλληλο αγώνα.
Συμπέρασμα. Οι Βιεννέζοι, οργανώνουν εξαιρετικό μαραθώνιο, φτάνει να μην έχεις ανάγκη νερά, τζελάκια, και την ανάγκη σου.
Ο ανταποκριτής από την έρημο της Βιέννης
Κρίτων Γρηγοράκης.